Με τον όρο «αυτογνωσία» εννοούμε την απόκτηση ενόρασης και επίγνωσης των εδραιωμένων αντιλήψεων μας, των πραγματικών συναισθημάτων μας και των κινήτρων της συμπεριφοράς μας.
Η απόπειρα αναζήτησης του αληθινού μας εαυτού, της πραγματικής μας ταυτότητας, συνήθως ξεκινά από την αίσθηση πως η ζωή μας δεν διαγράφει την πορεία που θα επιθυμούσαμε. Το ταξίδι της αυτογνωσίας, είναι μια διαδικασία διερεύνησης ενός νέου τρόπου σκέψης που οδηγεί σε μια πιο συνειδητή αναγνώριση των εσωτερικών αναγκών και την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων για βελτίωση του τρόπου διαχείρισης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Η απόκτηση της γνώσης του εαυτού είναι εμπειρική και βιωματική και απαιτεί την καθοδήγηση ενός ειδικά εκπαιδευμένου θεραπευτή, που διευκολύνει την πρόσβαση στα κρυφά εσωτερικά μονοπάτια της ψυχής, στον πυρηνικό εαυτό, τόσο στις έμφυτες δημιουργικές του δυνάμεις όσο και τις σκοτεινές αδυναμίες του, με στόχο πάντα την πορεία προς την αυτοπραγμάτωση (δηλ τον προσωπικό αγώνα το ατόμου για να αναπτύξει στο έπακρο τις έμφυτες δυνατότητές του για εσωτερική εξέλιξη).
Κι αν έβλεπα έναν ειδικό;
Με τις ψυχοθεραπείες συμβαίνει το εξής παράδοξο: Ποτέ στο παρελθόν τα Μ.Μ.Ε. δεν αναφέρονταν τόσο πολύ σ’ αυτές, και εντούτοις η εικόνα που φτάνει στο ευρύ κοινό παραμένει συχνά ανακριβής και απατηλή. Γιατί, πώς και με ποια προσδοκία συμβουλευόμαστε έναν ειδικό; Να ορισμένα ερωτήματα στα οποία δεν έχουμε, απαραίτητα, ξεκάθαρες απαντήσεις.
Δεν είναι λίγες οι διαφημίσεις που παρωδούν τον θεραπευτικό μηχανισμό ή τον ψυχαναλυτή, παρουσιάζοντάς τον σαν έναν “ακίνδυνο τρελό” που αποκοιμιέται δίπλα στον ασθενή του, ο οποίος περιγράφεται σαν το παθητικό θύμα ενός υποτιθέμενου τσαρλατανισμού της σύγχρονης εποχής. Πέρα από το αστείο της υπόθεσης, υπάρχει μια σειρά από παλιά στερεότυπα που εκδηλώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο: το λάθος είναι του ασθενούς, αυτός φταίει που γελοιοποιείται πηγαίνοντας να εμπιστευτεί τα πιο προσωπικά του μυστικά σε κάποιον ο οποίος, επιπλέον, δεν τον ακούει!
Τέτοιου είδους παρωδίες εκμεταλλεύονται με χυδαίο τρόπο τον φόβο απέναντι στον ψυχαναλυτή και δεν βοηθούν καθόλου τα άτομα που αναρωτιούνται για τον εαυτό τους και τα οποία νιώθουν πολλές φορές ένοχα επειδή δεν είναι επιτυχημένα, σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και η επιτυχία. Αντίθετα, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε σοβαρά αυτόν τον τομέα, θα δούμε να αναδύεται μια πλειάδα ερωτήσεων και απαντήσεων.
Γιατί να επισκεφθώ έναν ειδικό;
Ακριβώς όπως στη διαφήμιση έτσι και στην πραγματικότητα, οι απογοητεύσεις της ζωής κάνουν συχνά το άτομο που καταρρέει και πέφτει, αντικείμενο κοροϊδίας. Αυτή η κακόβουλη αντιμετώπιση απέναντι σε κάποιον που τολμά να μιλήσει για τον εαυτό του, συμβάλλει στο να διατηρούνται οι αντιστάσεις ορισμένων άλλων που πιστεύουν ότι η επίσκεψη στον ειδικό (είτε αυτός είναι ψυχολόγος είτε ψυχοθεραπευτής, ψυχαναλυτής κ.ο.κ.) σημαίνει ότι αρχίζουν να γίνονται -αν δεν είναι ήδη- αδύναμοι, τρελοί… Κι όμως, οι άνθρωποι που κάνουν θεραπεία γνωρίζουν πόσο θάρρος και επιμονή χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν και να παρακολουθήσουν ακόμα και τη μικρότερη κίνηση της “ψυχής” τους.
Οι επιφυλάξεις σχετικά με την επίσκεψη στον ειδικό είναι λοιπόν πολλές. Ανάμεσα στις πιο συνηθισμένες αιτίες τους, μπορούμε να αναφέρουμε τη λανθασμένη εικόνα που έχουμε για το τι πραγματικά είναι η θεραπεία, το φόβο απέναντι στο είδος της σχέσης στην οποία εμπλεκόμαστε, την αρνητική αντίδραση σε μια έντονη προτροπή ενός οικείου -το περίφημο “πήγαινε να σε δει ένας γιατρός”- που ενοχλεί… Κι ακόμη, τον φόβο μήπως εγκλωβιστούμε σε μια θεραπευτική διαδικασία χωρίς τέλος, το άγχος για το πόσο θα κοστίσει, κ.λπ.
Λόγοι για να επισκεφτούμε έναν ειδικό. Όλοι στη ζωή μας βιώνουμε, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, γεγονότα που μας θλίβουν και για τα οποία δεν έχουμε πάντα τα φυσικά, ψυχολογικά και ηθικά αποθέματα ώστε να τα αντιμετωπίσουμε: διαζύγια των γονιών, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις στο σχολείο, μέσα στην οικογένεια και αργότερα στο επαγγελματικό περιβάλλον, νοσταλγία για τον τόπο καταγωγής, απώλεια της εργασίας, χωρισμός, πένθος κ.λπ. Αμέσως μετά από τέτοια γεγονότα ή και πολύ αργότερα, μπορούν να εμφανιστούν πολλά και διαφορετικά συμπτώματα.
Τέτοια συμπτώματα, που μπορεί να μας οδηγήσουν στον ειδικό, είναι τα ακόλουθα: εσωτερική ανησυχία, συμπεριφορά εξάρτησης, καταθλιπτική διάθεση, αίσθημα κόπωσης ή εξάντλησης, άγχος, πονοκέφαλος και ημικρανίες, έμμονες ιδέες (ψυχαναγκασμοί), διαταραχές του ύπνου. Δεν αναφερόμαστε σε ακατάληπτες φράσεις ή σε παραισθήσεις, που απαιτούν άμεση φροντίδα.
Μια διαδικασία όπως οι άλλες. Όταν αντιμετωπίζουμε κάποιο σωματικό πρόβλημα, εύκολα συμβουλευόμαστε έναν γιατρό και ακούμε αυτό που μας λέει. Όταν όμως πρόκειται για κάποιες από τις πολλές ψυχολογικές δυσκολίες που σημαδεύουν τη ζωή κάθε ανθρώπου, τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά. Σ’ αυτόν τον τομέα, φαίνεται πως ο καθένας έχει κάτι να πει. Κι ενώ κανείς δεν διανοείται να υποκαταστήσει τον αρχιτέκτονα ή τον χειρουργό στην ειδικότητά του, συχνά θεωρούμε ότι μπορούμε δικαιωματικά να αντικρούσουμε τις προτάσεις του ψυχοθεραπευτή, είτε αυτές είναι θεωρητικές είτε πρακτικές. Όλοι νομίζουμε ότι είμαστε ψυχολόγοι, και μάλιστα είμαστε σίγουροι γι’ αυτό καθώς καθημερινά ακούμε, βοηθάμε ή συμβουλεύουμε κάποιους άλλους ανθρώπους.
Παρότι οι συγγενείς και οι φίλοι προσφέρουν μια ηθική και ψυχολογική υποστήριξη που είναι πολλές φορές αποτελεσματική, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το άτομο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο μέγεθος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Αυτές οι δυσκολίες μπορεί να είναι προσωρινές και δεν απαιτούν πάντα τη συνδρομή ενός ειδικού. Συνήθως ξεπερνάμε τις κρίσεις στη ζωή μας χωρίς εξωτερική βοήθεια. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα επιμένουν, και τότε το περιβάλλον του ατόμου, θορυβημένο, τα αναφέρει στον ειδικό. Όσο για το ίδιο το άτομο, όσο δεν κατανοεί τις αιτίες του φόβου, της αγωνίας και της οδύνης του, τόσο περισσότερο υποφέρει.
Γιατί να καταφύγουμε, λένε ορισμένοι, σ’ έναν ψυχοθεραπευτή του οποίου η μέθοδος μοιάζει, apriori, πολύ με μια φιλική σχέση; Επειδή ο θεραπευτής, εκπαιδευμένος να ακούει, είναι ένα άτομο ξένο προς το πρόβλημα και δεν είναι συναισθηματικά φορτισμένος όπως ένας φίλος. Και ακόμη, κατέχει τα μέσα για να αποκρυπτογραφήσει μαζί μας την ουσία των ερωτημάτων μας και μπορεί να μας προτείνει νέες λύσεις, διαφορετικές από αυτές που ακούμε.
Η επιλογή του καλού ειδικού
Αφού πάρουμε την απόφαση να κάνουμε θεραπεία, απομένει να βρούμε τον κατάλληλο επαγγελματία. Πως όμως να προσανατολιστούμε μέσα σε έναν κυκεώνα από τίτλους “ψυ-” που παραπέμπουν σε διαφορετικές επαγγελματικές πορείες και οι οποίοι κάνουν πολλές φορές δύσκολο τον διαχωρισμό τους;
Ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές, ψυχίατροι, ψυχοθεραπευτές, ψυχίατρο-ψυχαναλυτές, ψυχολόγοι που εφαρμόζουν την ύπνωση ή τη χαλάρωση, κ.ο.κ… ο κατάλογος με τους διάφορους “ψυ-” είναι μακρύς και μπορεί να προκαλέσει σύγχυση.
Σε γενικές γραμμές, το ιδανικό είναι να έχει ο θεραπευτής μια βασική κατάρτιση στην ψυχολογία και στη συνέχεια να έχει ακολουθήσει μια επιπλέον ειδίκευση σε ένα από τα είδη θεραπείας: ψυχανάλυση, οικογενειακή θεραπεία, γνωσιακό-συμπεριφορική θεραπεία, κ.λπ.
Τι σημαίνουν τα πτυχία; Ως προς τη βασική εκπαίδευση και τα κρατικά αναγνωρισμένα πτυχία που εγγυώνται, τουλάχιστον ως ένα σημείο, τη σοβαρότητα της θεραπευτικής προσέγγισης του ειδικού, μπορούμε να διακρίνουμε τρία προφίλ:
Αυτού (ή αυτής) που κατέχει πτυχίο ψυχιατρικής: είναι γιατρός και έχει κάνει τέσσερα χρόνια ειδικότητα στη ψυχιατρική, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και εξειδικευμένες γνώσεις στην ψυχοφαρμακολογία. Οι ψυχίατροι, λοιπόν, είναι σε θέση να χορηγούν φαρμακευτική αγωγή.
Αυτού (ή αυτής) που έχει πάρει πτυχία ανωτάτων σπουδών κλινικής ψυχολογίας μετά από φοίτηση πέντε χρόνων, η οποία περιλαμβάνει θεωρητική κατάρτιση και πρακτική άσκηση.
Τέλος, αυτού (ή αυτής) που ονομάζεται ψυχοθεραπευτής, τίτλος ο οποίος δεν αναγνωρίζεται από το κράτος.
Η απόκτηση ενός πανεπιστημιακού πτυχίου ψυχολόγου ή ψυχιάτρου δεν κάνει κάποιον αυτομάτως θεραπευτή. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση προσφέρει τις θεωρητικές γνώσεις που είναι απαραίτητες για την κατανόηση της ψυχικής λειτουργίας του ανθρώπου, αλλά συμπληρώνεται, στην περίπτωση του ψυχολόγου και του ψυχιάτρου, από πρακτική σε νοσοκομεία ή θεραπευτικά ιδρύματα.
Η τρίτη κατηγορία σχετίζεται με κάποιες παραϊατρικές ειδικότητες και συγκεκριμένα με επαγγέλματα που έχουν στενότερη σχέση με τη διδασκαλία της ψυχολογίας: ο ειδικός κατέχει ένα πτυχίο που συνδέεται περισσότερο έμμεσα με τον τομέα της ψυχολογίας, και μπορεί να είναι φιλόσοφος, παιδαγωγός, λογοθεραπευτής, νοσοκόμος, φυσικοθεραπευτής, κ.λπ.
Ποια είναι η προσωπική διαδρομή του ειδικού; Δεν πρέπει να διστάζουμε να κάνουμε στον θεραπευτή που έχουμε απέναντί μας, ερωτήσεις σχετικά με τις σπουδές του, αφού, ειδικά στην εποχή μας, ο καθένας μπορεί να βάλει στην πόρτα του την επιγραφή “ψυχοθεραπευτής” ή “ψυχαναλυτής”, ακόμα κι αν δεν έχει την απαραίτητη εκπαίδευση.
Πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα και σεμινάρια επί σειρά ετών, η εκπαίδευση που παρέχεται στις διάφορες σχολές απαιτεί συχνά από τον σπουδαστή να μπει σε μια βαθύτερη προσωπική διαδικασία, δηλαδή να κάνει και ο ίδιος ψυχανάλυση. Μετά το τέλος αυτής της προσωπικής διαδικασίας, αναλαμβάνει έναν ή περισσότερους ασθενείς, υπό τη στενή επίβλεψη όμως ενός πιο έμπειρου συναδέλφου. Μόνο μετά από αρκετά χρόνια θεωρητικής και κλινικής εκπαίδευσης οι συνάδελφοι του τον θεωρούν ικανό να κάνει ψυχοθεραπεία ή ψυχανάλυση.
Τα προσόντα του καλού θεραπευτή. Τα πτυχία και μια σημαντική εμπειρία είναι απαραίτητα, αλλά δεν αρκούν. Πρέπει ο θεραπευτής, για να είναι άξιος αυτού του τίτλου, να έχει ιδιαίτερες αρετές και ως άνθρωπος γενικά, αλλά και ως ακροατής ειδικότερα. Η μακρά εκμάθηση της θεραπευτικής τεχνογνωσίας που αποκτάται με το πέρασμα του χρόνου συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο να είναι ικανός να ελέγχει τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του, να χειρίζεται τις προσωπικές συγκινήσεις του έτσι ώστε να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο σ’ αυτές του ασθενούς, να δημιουργεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης που να ευνοεί το ξεδίπλωμα της προσωπικότητας, να κρατάει τις σωστές αποστάσεις απέναντι στο πρόβλημα των ασθενών, να μη χρησιμοποιεί τη θέση ισχύος που κατέχει για να χειρίζεται το πρόσωπο που βρίσκεται απέναντί του και, τέλος, να ξεμπερδεύει με υπομονή και κατάλληλο τρόπο το νήμα της προσωπικής ιστορίας του ασθενούς.
Αυτή η περιγραφή των θεραπευτικών ικανοτήτων θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι μιλάμε για ένα εξαιρετικό πλάσμα. Δεν είναι έτσι όμως: ο θεραπευτής είναι “ένας από μας” , περνάει τις ίδιες κρίσεις και δυσκολίες που περνούν οι ασθενείς του. Χάρη όμως στη ψυχοθεραπεία που έχει κάνει, κατέχει τα κατάλληλα ψυχολογικά εργαστήρια για να χειρίζεται τέτοιες δυσκολίες.
Η προσωπικότητα και η διαθεσιμότητα του θεραπευτή είναι σημαντικές παράμετροι για να κάνουμε την επιλογή μας. Ο αποτελεσματικός θεραπευτής, όποια και αν είναι η προσέγγισή του, είναι πάνω απ’ όλα ικανός να μεταδώσει στον ασθενή του τον σεβασμό που νιώθει γι’ αυτόν, τη διάθεσή του να τον βοηθήσει και τέλος, την ικανότητά του να τον καταλάβει.
Η πρώτη συνεδρία
Ο θεραπευτής βρέθηκε και η διαδικασία ξεκινά. Στο διάστημα, όμως, από την πρώτη τηλεφωνική επαφή μέχρι την πρώτη συνάντηση, μπορεί να υπάρξουν πολλές λογικές αγωνίες: “Τι θα σκεφτεί για μένα; Θα μπορέσω να του μιλήσω; Τι θα του πω;” κ.λπ. Είναι ανώφελο να προετοιμάσετε την “ιστορία της ζωής σας”, γιατί ποτέ τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα είχατε προβλέψει. Άλλωστε, ο συνομιλητής σας θα παρατηρήσει την έλλειψη αυθορμητισμού, αφού δεν περιμένει μια δομημένη, “λογοτεχνική” αφήγηση των σημαντικότερων γεγονότων της ζωής σας. Αν τα κίνητρα της επίσκεψης είναι σοβαρά, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να εξηγήσετε γιατί βρίσκεστε εκεί. Η αναζήτησή σας μπορεί, εξάλλου, να εξελιχθεί καθώς θα προχωρούν οι συνεδρίες, πράγμα εξαιρετικά ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον ανοικτό και ευέλικτο μηχανισμό. Σημασία έχει να θέλετε να αλλάξετε κάτι στη ζωή σας, να αποδεχθείτε δηλαδή να αμφισβητήσετε τον εαυτό σας. Και αυτή η διαδικασία δεν είναι καθόλου εύκολη.
Η πρώτη επαφή. Κατά την πρώτη επαφή, η φωνή του θεραπευτή στο τηλέφωνο μπορεί να σας φάνηκε κάπως ψυχρή ή η συνομιλία πάρα πολύ σύντομη. Αυτό συμβαίνει επειδή, απλούστατα, πολλοί θεραπευτές κανονίζουν μόνοι τους τα ραντεβού τους και, καθώς βρίσκονται ταυτόχρονα σε συνεδρία, δεν μπορούν να σας μιλήσουν για πολύ ώρα στο τηλέφωνο. Ακόμα και οι πρακτικές λεπτομέρειες της θεραπείας μπορούν να συζητηθούν κατά την πρώτη συνάντηση.
Είναι λοιπόν καλύτερο να είστε κι εσείς σύντομοι και να περιοριστείτε να δηλώσετε με σαφήνεια τις μέρες και τις ώρες που είστε διαθέσιμοι για τις συνεδρίες. Θα έχετε όλον τον χρόνο να σας ακούσει ο θεραπευτής στις συναντήσεις που θα ακολουθήσουν. Αν εργάζεστε, πολλοί θεραπευτές μπορούν να σας προτείνουν κάποια ωράρια πολύ νωρίς το πρωί (κατά τις 6 ή 7) ή αργά το βράδυ (9 ή και αργότερα). Μπορεί επίσης να εισπράξετε και μια άρνηση, όχι γιατί δεν αξίζετε το ενδιαφέρον του θεραπευτή, αλλά επειδή ορισμένοι έχουν ήδη πολλούς ασθενείς και, αν δεχτούν να αναλάβουν κι εσάς, δεν θα μπορούν να εργασθούν σωστά με τους ήδη υπάρχοντες. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο ίδιος ο θεραπευτής ή και η γραμματέας του ενδεχομένως, θα σας υποδείξουν κάποιον άλλο συνάδελφο. Μπορεί ακόμα στο τηλεφώνημά σας να “απαντήσει” ένα ηχογραφημένο μήνυμα που να σας δίνει κάποιες συγκεκριμένες ώρες ή να σας ζητάει να αφήσετε το νούμερο του τηλεφώνου σας.
Οι πρώτες ανταλλαγές. Είστε λοιπόν στο γραφείο του θεραπευτή. Αντίθετα με άλλες συναντήσεις, τις φιλικές για παράδειγμα, η θεραπευτική συνομιλία ξεφεύγει από τα πλαίσια της συνηθισμένης κουβέντας. Αν σε μια συνάντηση οι φίλοι σας μιλούν όσο και εσείς, ο θεραπευτής βρίσκεται εκεί για να σας ακούσει και για να αντιληφθεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζετε. Κατά τις πρώτες συνεδρίες, μπορεί να μη μιλάει πολύ, κάτι που δεν πρέπει να σας ανησυχεί, δεν θα ήταν δυνατόν να σας δώσει μέσα σε πέντε λεπτά τις λύσεις για τις “δυσλειτουργίες” που έχετε επί πολλά χρόνια.
Παρ’ όλα αυτά, μπαίνοντας για πρώτη φορά στο ιατρείο ενός “ψυ-”, και πριν ειπωθεί η παραμικρή κουβέντα, το υποκείμενο αισθάνεται ξεκάθαρα ότι εμπλέκεται σε μια ιδιαίτερη διαδικασία, που έχει σαν αντικείμενο το ίδιο το άτομό του, και όπου όλα θα αφορούν αυτό. Πριν ακόμα δημιουργηθεί η θεραπευτική σχέση, και έπειτα, για όσο διάστημα αυτή αναπτύσσεται, ο θεραπευτής και ο ασθενής διατηρούν ορισμένες απόψεις και αμοιβαία συναισθήματα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία, την ανάπτυξη και την πρόοδο αυτής της σχέσης. Έτσι, οι πρώτες εντυπώσεις αποτελούν τη βάση αυτής της σχέσης, και πρέπει να δώσετε σημασία σ’ αυτό που νιώθετε, είτε είναι θετικό είτε αρνητικό. Το ερωτήματα που πρέπει να θέσετε στον εαυτό σας είναι, για παράδειγμα: “Νιώθω ότι με ακούει και με καταλαβαίνει;”, “Μου δίνει τις κατάλληλες ερμηνείες στις δυσκολίες που αντιμετωπίζω;”
Οι πρώτες μία ή δύο συναντήσεις πιθανόν να μην είναι αρκετές για να σχηματίσετε άποψη. Ίσως χρειαστεί να επιμείνετε για αρκετές συνεδρίες, δεδομένου ότι, όπως σε κάθε σχέση έτσι και σ’ αυτήν, το αμοιβαίο ενδιαφέρον δεν είναι πάντα άμεσο. Αν όμως τα αρνητικά συναισθήματα συνεχίζουν να υπάρχουν μετά από πολλές συνεδρίες, είναι ανώφελο να συνεχίσετε. Στην περίπτωση που αυτά τα συναισθήματα εμφανίζονται με όλους τους θεραπευτές που επισκέπτεστε, πρέπει να αναρωτηθείτε αν θέλετε πραγματικά να κάνετε ψυχοθεραπεία ή ψυχανάλυση. Μπορείτε επίσης να μιλήσετε γι’ αυτό το ζήτημα μαζί τους: είναι οι πλέον ειδικοί για να καταλάβουν τις επιφυλάξεις σας και να εξετάσουν τι ακριβώς σας συμβαίνει.
Ο πειρασμός να εγκαταλείψετε. Η αρχή της θεραπείας σημαδεύεται από την ελπίδα του ασθενούς να βοηθήσει. Η ενεργοποίηση των προσδοκιών και η δημιουργία της θεραπευτικής σχέσης προσφέρουν ένα αίσθημα συναισθηματικής ανακούφισης που είναι ορατό από τις πρώτες επαφές με τον θεραπευτή. Αυτή η προκαταβολικά “υποβλητική” λειτουργία της θεραπευτικής σχέσης μπορεί να είναι απατηλή και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι ασθενείς εγκαταλείπουν τη θεραπευτική διαδικασία νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε. Το τέλος της θεραπείας, όπως και όλη η διαδικασία, είναι κάτι που πρέπει να ρυθμίσουν από κοινού ο θεραπευτής και ο ασθενής, και να το συζητήσουν μεταξύ τους.
Η αξιολόγηση των οφελών
Μπροστά στην ποικιλία των θεραπευτικών μεθόδων που υπάρχουν, δικαιολογημένα αναρωτιόμαστε, από τη μία, αν όλες αυτές οι τεχνικές και οι μέθοδοι είναι εξίσου αποτελεσματικές, και από την άλλη, αν τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται είναι πάντα τα ίδια, δεδομένου ότι ο κάθε ασθενής έχει άλλη προσωπικότητα και συγκεκριμένες ανάγκες. Με άλλα λόγια, για μια δεδομένη διαταραχή, υπάρχουν κάποιες θεραπείες που είναι προτιμότερες από άλλες;
Συχνά τίθεται το ζήτημα εάν η θεραπευτική πορεία ενός ασθενούς ο οποίος παρουσίαζε συγκεκριμένα προβλήματα αποδείχθηκε επιτυχημένη και, αν όχι, μήπως τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά μ’ ένα άλλο είδος θεραπείας.
Η σύγκριση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων θεραπειών είναι φαινομενικά απλή, όμως στην πραγματικότητα παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουμε: Την πληθώρα των θεραπευτικών μοντέλων που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με διαφορετικό τρόπο, και συνεπώς δεν ακολουθούν τις ίδιες τεχνικές για να το θεραπεύσουν το διάστημα της θεραπείας που ποικίλει -ορισμένες θεραπείες διαρκούν περισσότερο από άλλες· την ποικιλία των ίδιων των διαταραχών και των παθολογιών που καθιστούν τις συγκρίσεις ανάμεσα στις θεραπείες δύσκολες· την “υποκειμενικότητα” της έννοιας της ψυχοθεραπευτικής “επιτυχίας”. Τέλος, τα ηθικά προβλήματα που σχετίζονται με τους μηχανισμούς παρακολούθησης των θεραπειών και οι οποίοι δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διαταράσσουν τη φυσιολογική τους ροή.
Μέθοδοι ανάλυσης. Παρά τις δυσκολίες, έγινε προσπάθεια, με μεθόδους που ονομάζονται “μετά-αναλυτικές”, να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των διαφόρων θεραπειών χάρη σ’ ένα ευρύ σύνολο κριτηρίων που επιτρέπουν να τις διαφοροποιήσουμε. Τέτοια κριτήρια είναι η διάρκεια της θεραπείας, τα χρόνια εμπειρίας των θεραπευτών, κοινωνικοοικονομικά στοιχεία για τους θεραπευτές και τους ασθενείς, διάγνωση των ασθενών, πρόγνωση, τεχνικές που χρησιμοποιούνται, τύποι διαταραχών που παρουσιάζουν το υποκείμενο, χωροτεχνικές συνθήκες των συνεδριών, αξιολόγηση των συνεδριών από τους θεραπευτές και από τους ασθενείς… Συγκεντρώνοντας ένα ευρύ σύνολο στοιχείων, οι μετά-αναλύσεις προσπαθούν έτσι να εξετάσουν το αποτέλεσμα των θεραπειών σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως και του θεραπευτή, αλλά και με τις μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν.
Η διαπίστωση της ισοτιμίας. Τα αποτελέσματα των μετά-αναλύσεων οδηγούν στη διαπίστωση ότι υπάρχει ισοτιμία μεταξύ των κυριοτέρων ψυχοθεραπευτικών μεθόδων. Στο σύνολό τους, οι έρευνες δείχνουν ότι η ψυχοθεραπεία αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική από μια φαρμακευτική αγωγή πλασέμπο (δηλαδή μια εικονική αγωγή χωρίς φαρμακευτική δράση) ή από την παντελή απουσία αγωγής. Έχουμε λοιπόν περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε ακολουθώντας μια θεραπεία, παρά παίρνοντας απλώς φάρμακα ή μην κάνοντας απολύτως τίποτα.
Και ενώ για την αποτελεσματικότητα των περιθωριακών θεραπειών υπάρχουν ακόμη πολλές διαφωνίες, η πεποίθηση ότι οι κύριες θεραπευτικές μέθοδοι είναι ισότιμες τείνει να εδραιωθεί. Όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι καμία ψυχοθεραπεία δεν είναι ανώτερη από τις άλλες, αν συγκρίνουμε τις συμπεριφορικές θεραπείες με τις υποστηρικτικές ή με τις γνωσιακές θεραπείες, τις ψυχοδυναμικές με τις συμπεριφορικές θεραπείες για παιδιά, την ψυχανάλυση (βασική θεραπεία) με την ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής προέλευσης.
Η σημασία του θεραπευτή. Το επίπεδο ικανοτήτων του θεραπευτή αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Αποδείχθηκε ότι όσο πιο έμπειρος είναι, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητες αξιοσημείωτης βελτίωσης ασθενών με δυσμενή πρόγνωση. Αντίθετα, αν ο θεραπευτής είναι νέος στο επάγγελμα, ο ασθενής ωφελείται περισσότερο από τη θεραπεία όταν αυτή γίνεται υπό τον έλεγχο ενός πιο έμπειρου συναδέλφου του θεραπευτή του. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικές είναι οι διαδικασίες ελέγχου που εγγυώνται τη γνώση αλλά και την ποιότητα των σχεσιακών τεχνικών τις οποίες εφαρμόζουν οι ειδικευόμενοι κατά την εκπαίδευσή τους.
Μια αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα. Οι αξιολογικές μελέτες στην ψυχοθεραπεία δείχνουν την αποτελεσματικότητα των θεραπειών και την ισοτιμία των κυριοτέρων ρευμάτων της ψυχοθεραπείας. Αυτό το εκπληκτικό συμπέρασμα οδήγησε ορισμένους ερευνητές να πιστέψουν ότι μπορεί να υπάρχουν “κοινοί παρανομαστές” στις διάφορες ψυχοθεραπείες. Μπορούμε να αναφέρουμε δύο ειδών ερμηνείες, που η μία δεν αποκλείει την άλλη, για να εξηγήσουμε αυτό το φαινόμενο ισοτιμίας μεταξύ των θεραπειών. Από τη μία, τα πραγματικά είδη συμπεριφοράς και οι υπαρκτές αντιδράσεις των θεραπευτών δεν μπορούν να συμφωνούν πάντα με το πρότυπο που τους επιβάλλει η σχολή στην οποία ανήκουν: έτσι, θεραπευτές διαφορετικών σχολών χρησιμοποιούν και τεχνικές που είναι, έστω εν μέρει, κοινές. Από την άλλη , η “θεραπευτική συμμαχία” (ή αλλιώς… που αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις) που δημιουργείται μεταξύ του ασθενούς και του θεραπευτή του, είναι πιο καθοριστική από τις τεχνικές που εφαρμόζονται.